- ακροβυστία ή ακροποσθία
- Η άκρη του δέρματος του αντρικού μορίου, που καλύπτει τη βάλανο στη νηπιακή ηλικία. Στους Εβραίους (όπως και στους Αιγυπτίους και άλλους αρχαίους λαούς) συνηθίζονταν η περιτομή της α. ως είδος φυλετικής αναγνώρισης. Για τους ελληνίζοντες Ιουδαίους η α. σήμαινε το αντίθετο της περιτομής. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη από τον Απόστολο Παύλο και υποδήλωνε την κατάσταση ενός ατόμου που δεν είχε κάνει περιτομή ή και το ίδιο το άτομο. Γενικότερα, απέκτησε την έννοια της αντίθεσης ανάμεσα στα άλλα έθνη και στον λαό του Ισραήλ που είχε τη συνήθεια αυτή.
Dictionary of Greek. 2013.