ακροβυστία ή ακροποσθία

ακροβυστία ή ακροποσθία
Η άκρη του δέρματος του αντρικού μορίου, που καλύπτει τη βάλανο στη νηπιακή ηλικία. Στους Εβραίους (όπως και στους Αιγυπτίους και άλλους αρχαίους λαούς) συνηθίζονταν η περιτομή της α. ως είδος φυλετικής αναγνώρισης. Για τους ελληνίζοντες Ιουδαίους η α. σήμαινε το αντίθετο της περιτομής. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη από τον Απόστολο Παύλο και υποδήλωνε την κατάσταση ενός ατόμου που δεν είχε κάνει περιτομή ή και το ίδιο το άτομο. Γενικότερα, απέκτησε την έννοια της αντίθεσης ανάμεσα στα άλλα έθνη και στον λαό του Ισραήλ που είχε τη συνήθεια αυτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακροποσθία — η (Α ἀκροποσθία) η ακροβυστία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πόσθη*] …   Dictionary of Greek

  • ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… …   Dictionary of Greek

  • ποσθία — ἡ, Α 1. η ακροβυστία, η ακροποσθία 2. τοπικό οίδημα στα βλέφαρα, κριθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ αποκοπή από το σύνθ. ἀκροποσθία] …   Dictionary of Greek

  • πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”